ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΘΑΥΜΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ - Για το Μπλε Αλώνι, Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη

Ευχαριστούμε την Άννα για το κείμενο που έγραψε και μας προώθησε με αφορμή την συνάντηση Καβάφη του μπλε αλωνιού Αθήνας, που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή  18 Μάϊου 2023. 

Σκίτσο του Τ. Καλμούχου /  ONASSIS CAVAFY ARCHIVE
Σκίτσο του Τ. Καλμούχου /  ONASSIS CAVAFY ARCHIVE

ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΘΑΥΜΑΣΜΟΥ
 ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ (29/4/1863-29/4/1933)

            Έφτασα έτσι ή αλλιώς στην ωριμότητα και συνεχίζω να περπατώ τις μέρες μου με αισιοδοξία και όσο πιο ορεξάτα μπορώ.
          Απριλομάης. Ο αγέρας μυρωμένος από πασχαλιές και βιολέτες. Το σούρουπο μουντό, μαγεμένο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα “Κεριά” του Καβάφη.
 
                              ΚΕΡΙΑ (1893-1899)
                    Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
                    σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
                    χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
 
                    Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
                    μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων.
                    τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
                    κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
 
                    Δεν θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των,
                    και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
                    Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
 
                    Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
                    τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
                    τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
        
  Ενθουσιάστηκα. Αναζήτησα φωτογραφίες του με πάθος. Η μαγεία της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του 1865 μπήκε στο πετσί μου. Έμεινα να την χαζεύω, δεν κατάλαβα για πόση ώρα. Είδα ολοκάθαρα ένα κοριτσάκι ντυμένο με φόρεμα όρθιο πάνω σε μια καρέκλα. Με δυσκολία ξεχώρισα τα δύο αγόρια που στέκονταν κι αυτά όρθια δεξιά κι αριστερά της. Παρατήρησα το φόρεμα. Είχε σούρες, γιρλάντες και δαντέλες. Ξαφνικά ο αγέρας πέρασε ανάμεσα από τις δαντέλες και τις γιρλάντες. Τις κούνησε. Η φωνή βγήκε από το μπούστο ή από το μέρος της καρδιάς; Αδιευκρίνιστο.
          “Νομίζεις πώς είμαι κορίτσι, ε;” άκουσα καθαρά.
          “Ε, ίσως”, ψιθύρισα διστακτικά.
          “Κι όμως είμαι εγώ, αυτός που διάβαζες, ο Καβάφης”, άκουσα τη φωνή του.
 
          “Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε ελληνίζων, αλλά Ελληνικός”.
 
          Έμεινα αποσβολωμένη, τόσο περήφανη όμως!
          “Πολλές μαμάδες έντυναν τα αγόρια τους με φουστάνια, παλιά”, κατάφερα να πω.
          “Θυμάμαι τη φωνή της μαμάς, όταν ήμουν στην κοιλιά της, αχ και να ‘σουνα κορίτσι, αχ και να ‘σουνα κορίτσι…, πόση χαρά θα έπαιρνα, θα σ’ έντυνα σαν βασιλοπούλα. Και μου τραγουδούσε και με χάιδευε και με κανάκιζε και δεν σταματούσε. Δεν μου άρεσε… Ας τα, βράστα. Σ’ εσένα άρεσε το ποίημα;”
          “Ναι, πολύ. Η ζωή μας όλη μέσα σε δεκατρείς γραμμές. Πολλές εικόνες και συναισθήματα”, ξεστόμισα θαρρετά.
          “Τις μέτρησες;” είπε ακουμπώντας τα στρογγυλά του γυαλιά. “Γέννηση, ζήση, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, θάνατος ”, συμπλήρωσε.
          “Ή μήπως η γρουσουζιά του 13;” έκανα δειλά.
          “Ναι, για τους προληπτικούς, τους ανέμελους, τους φοβισμένους και για όσους δεν κατάφεραν να ζήσουν τη ζωή, να ταράξουν τα νερά της”, είπε.
          Η γιρλάντα στο μπούστο ανεβοκατέβαινε όπως οι παλμοί της καρδιάς. Παραξενεύτηκα. Ο Καβάφης πέρασε τα δάχτυλα ανάμεσα στα πυκνά του μαλλιά κι ίσιωσε το τσουλούφι που ξέφυγε από τη χωρίστρα του. Στ’ αριστερά την είχε πάντα.
          “Συγκινήθηκα, η καρδιά μου σκίρτησε. Ήταν αναπάντεχο να συναντηθώ με τη ζωή”, τον άκουσα.
 
          “Με τα κεριά σχημάτισες τον κύκλο της ζωής από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο.
          Τη ζωή που είναι άλλοτε ερωτική κι άλλοτε επίπεδη,
          άλλοτε λαμπερή κι άλλοτε με φαντασία κι έκσταση,
          άλλοτε ασθενική και κακοπαθημένη,
          άλλοτε προχωράει κουτσαίνοντας ή καμπουριάζει παραμορφωμένη,
          άλλοτε της φταίει ο νους και γκρεμίζεται στα τάρταρα,
          άλλοτε πονάει η ψυχή και ψάχνει τη λύτρωση,
          άλλοτε πικραινόμαστε από τους γύρω μας ή μας προσβάλλουν ανεξήγητοι παράγοντες.
          Ποτέ δεν πισωγυρίζουμε όμως...
          Ώσπου πλησιάζει το τέλος…
          Είναι τυχεροί όσοι το καταλάβουν και νικήσουν τον φόβο του θανάτου πριν τους κυριεύσει.
          Είναι γνωστικοί όσοι αφήσουν το κερί της ζωής με μικρή ή μεγάλη φλόγα να καίει πάντα.
          Είναι χρήσιμοι όσοι μείνουν αιώνια ζωντανοί με το έργο τους”, λαχάνιασα να πω όσα μου κατέβαιναν στον νου.
          “Χμ, μέσες άκρες έτσι είναι”.
 
          Στιγμές φιλίας με συνεπήραν. Ήταν όμως και αμοιβαίες;
 
          “Μού αρέσει η ποίησή σου. Την καταλαβαίνω, μπορώ να την αφομοιώσω. Και ξέρεις γιατί; Είναι ευκολονόητη χωρίς περιττά στολίδια, έχει βάθος και είναι πολυεπίπεδη.... Είναι, ας πούμε... σαν το μπουμπούκι της κληματίδας του αμπελιού, που όταν είναι σχηματισμένο κι έτοιμο να ανοίξει, τα περιέχει όλα. Τα φύλλα, τα βλαστάρια, τις έλικες, τα σταφύλια, τα καμπανάρια”, είπα*.
          “Εκτός από τον μούστο και το κρασί. Αυτά δημιουργούνται από τον άνθρωπο, με κόπο, με αγάπη”. Ξεκαρδίστηκε στα γέλια. “Το ευχαριστιόμουν το κρασί. Πλημμύριζα ευδαιμονία... Με λογιών παρέες. Μόνο με το κρασί γελούσα, σπάνια όμως. Πώς μου ήρθε τώρα;”
         
          “...Γιαυτό κι εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψι. Ηύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες υποθέσεις μου. Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ”.
         
          Με διαπέρασε η φωνή του.
          Μετά, είδα τα μεγάλα του μάτια κλειστά και καθώς στο πρόσωπό του ήταν ακόμη αχνά ζωγραφισμένο το χαμόγελο, ψιθύρισε την Ηδονή.
 
                    Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
                    που ηύρα και που κράτησα την ηδονή ως την ήθελα.
                    Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
                    την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
 
          Άνοιξε τα μάτια του, γυάλιζαν, ερωτοτροπούσαν. Με σοβαρότητα μου εκμυστηρεύτηκε το γνωμικό.
 
          “Μ’ επέρασεν από τον νου απόψε να γράψω για τον έρωτά μου. Και όμως δεν θα το κάμω. Τι δύναμη που έχει η πρόληψις”.
 
          Και σε μένα κάπου κάπου λείπει από την αγέραστη καρδιά μου η δύναμη της πεθυμιάς και του ενθουσιασμού, γενικά”, είπα.
 
          “Χωρίς τον ενθουσιασμό – μέσα στον ενθουσιασμό βάζω και την οργή – δεν μπορεί να δουλέψει η ανθρωπότης”.
 
          “Σωστό! Σε σένα λείπουν τα γραφτά σου;”
          “Τα έγραψα, τα διόρθωσα και τα ξανάγραψα για μένα, από μια ανάγκη που έβραζε και ξεχείλιζε μέσα μου”, άκουσα τη φωνή του με αντίλαλο.
          “Έγινες παγκόσμιος, αποδεκτός και ταξιδεύεις”, περηφανεύτηκα.
          “Ναι; Ταξιδεύω για να ξαναγεννηθώ. Ε, και τι; Να σου πω; Όσο ζούσα κρατούσα σφιχτά τα γραφτά μου ή τα εμπιστευόμουν σε λίγους. Τώρα πια δεν τα κατέχω. Εξάλλου, δεν τα έγραψα για μένα”, είπε συνετά.
          “Στα μικρά παιδιά μιλάμε στον ενικό. Δεν σε πειράζει, ε;” ρώτησα. Η απάντηση βγήκε από τον νου του. Τον άκουσα καθαρά.
 
          “Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις”.
 
          Ένιωσα την αγαλλίαση της δράσης και της αντίδρασης στην ψυχή μου και τη φιλία μας αμοιβαία.
          Το αεράκι χαμήλωνε τη δύναμή του. Το φόρεμα, το διαισθάνθηκε. Θα έμενε πάλι άψυχο.
          Πρόλαβα να ακούσω την αρχή του έργου του “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”.
 
                    Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
                    αόρατος θίασος να περνά
                    με μουσικές εξαίσιες, με φωνές–
                    την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
                    που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
                    που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
                    Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
                    αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει...
         
          Το αεράκι σταμάτησε.
          Το φόρεμα έμεινε ακούνητο.
          Η φωνή έσβησε.
 
          “Όταν με νικήσουν ή έρθει το τέλος, δεν θα θρηνήσω, αλλά θα αποχαιρετήσω με αξιοπρέπεια ότι κι αν χάνω”, αφομοίωσα την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
          Το φως έλαμψε γύρω μου.
 
                                                                      Για το Μπλε Αλώνι
                                                            Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη
                                                                                Μάης 2023

          *Σημείωση: Η Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη είναι γεωπόνος και μετά τη συνταξιοδότησή της ασχολείται με το γράψιμο. Το παρόν κείμενο είναι μυθοπλασία και απηχεί τις προσωπικές της απόψεις, καθώς δεν είναι κριτικός έργων τέχνης.


Μπλε αλώνι Αθήνας - Καβάφης 18/5/23
Μπλε αλώνι Αθήνας - Καβάφης 18/5/23





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ακούμε και διαβάζουμε Μπέρτολντ Μπρεχτ για τη 13η συνάντηση μας

Διαβάζουμε, ακούμε, βλέπουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για τη 17η συνάντηση

Γνωρίζουμε τον Λευκάδιο Χερν για τη 14η συνάντηση μας