"Τα εξαφανισμένα κοσμήματα" του Παναγιώτη Μπετσάκου

Με μεγάλη χαρά φιλοξενούμε στο blog μας και προσθέτουμε στην ύλη της Άγκαθα Κρίστι ένα κείμενο που γράφτηκε με αφορμή την παρουσία του μπλε αλωνιού στο ΜετάΒαση Project στην Κοζάνη. Ο Παναγιώτης μας διάβασε το κείμενο στην συνάντηση του Σαββάτου 9 Σεπτέμβρη 2023. 

Εδώ λίγα λόγια για τον Παναγιώτη Μπετσάκο: Βιβλιονέτ

  

Τα εξαφανισμένα κοσμήματα

Εκείνο το μουντό πρωινό της 27ης Απριλίου του 1915 βρέθηκα από νωρίς στο γραφείο του Ηρακλή Πουαρό, του καλού μου φίλου, που η φήμη του είχε πια εξαπλωθεί σ’ όλη την Αγγλία, μετά την επιτυχή επίλυση πολλών μυστηριωδών εγκλημάτων. Βρήκα τον πρώην αρχηγό της βελγικής αστυνομίας να έχει μόλις διαβάσει την εφημερίδα του – διάβαζε κάθε πρωί τα νέα του πολέμου στην εφημερίδα “The Times” – και να φροντίζει το στρατιωτικό μουστάκι του με μια κρέμα και λίγο κερί, ακούγοντας την αγαπημένη του όπερα του Μότσαρτ, “Ο μαγικός αυλός”.

«Καλημέρα αγαπητέ Χέιστινγκς», μου είπε με τη γνωστή σπασμένη αγγλική προφορά του. «Μόλις διάβασα για την προχθεσινή Συμμαχική απόβαση στην Καλλίπολη, στις 25 Απριλίου. Επτά μεραρχίες με Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς βγήκαν σε πέντε μέρη της χερσονήσου, αλλά οι Οθωμανοί τους αποδεκάτισαν.»

«Μου είπες, ότι περιμένουμε τη λαίδη Κόλινς και τον μοναχογιό της στις 11.00, αλλά δεν μου είπες περί τίνος πρόκειται», του είπα εγώ, διακόπτοντάς τον.

«Λοχαγέ μου, δε γνωρίζω καθόλου τη λαίδη, ούτε φυσικά τους λόγους που θα μας επισκεφτεί.»

«Θα μου επιτρέψεις τότε, μεσιέ Ηρακλή Πουαρό, να σε βάλω λίγο στο κλίμα. Έκανα κάποιες ερωτήσεις στον φίλο μας, τον επιθεωρητή της Σκότλαντ Γιάρντ, τον κ. Τζαπ και πληροφορήθηκα κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για τη λαίδη. Εδώ και δύο χρόνια η λαίδη είναι χήρα. Ο σύζυγός της, ο λόρδος Κρότσετ, άφησε πρόπερσι την τελευταία του πνοή στην έπαυλή τους, στο ειδυλλιακό Τόρμπει και έκτοτε η λαίδη με τον γιο της, τον καθηγητή φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, έχουν πολλά μπλεξίματα με την Κομητεία του Έξετερ, αλλά και με ιδιώτες που διεκδικούν την περιουσία που κληροδότησε ο λόρδος στους οικείους του. Ο λόρδος, δυστυχώς, τα τελευταία του χρόνια, είχε γίνει μανιώδης χαρτοπαίκτης κι όπως λένε οι φήμες, έχασε όλη την αμύθητη περιουσία του και ζούσε με δανεικά που του έδιναν οι εξέχοντες φίλοι του.»

«Πολύ ωραία Χέιστινγκς, νομίζω πως αυτή την υπόθεση μπορείς να την αναλάβεις εσύ, καθώς εγώ αισθάνομαι ότι το ταξίδι μας στον Νείλο, καθώς και η υπερβολική ζέστη, η υγρασία και η βρωμιά της Αιγύπτου έχουν κλονίσει την εύθραυστη υγεία μου.»

Στις 11.00 ακριβώς ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας και η γραμματέας του Πουαρό, η κ. Φελίσιτι, μας ανακοίνωσε την άφιξη της λαίδης και του γιου της. Η λαίδη Κόλινς και ο νεαρός καθηγητής Γουίλιαμ, μπήκαν στο γραφείο. Ο Πουαρό έκανε μερικά βήματα μπροστά και με αβρότητα τους χαιρέτησε μετά χειραψίας.

«Μαντάμ, νεαρέ, καθίστε σας παρακαλώ. Από δω ο συνεργάτης μου, ο λοχαγός Χέιστινγκς. Είμαι στις υπηρεσίες σας, παρακαλώ πείτε μου, τι σας φέρνει σε μένα.»

Η λαίδη έμοιαζε να είναι καταβεβλημένη. Το βάψιμό της, στο πρόσωπο και στα μαλλιά, έκρυβαν την ηλικία της, που όμως δε φαινόταν να είναι μικρότερη απ’ τα 60 έτη. Ο λαιμός της έδειχνε ασυνήθιστα γυμνός για μια λαίδη της οικονομικής της επιφάνειας και της οικογενειακής της καταγωγής. Ο καθηγητής ήταν νεαρός, περίπου 30 ετών, ψιλός, ευθυτενής και με τα γυαλιά του έδειχνε ιδιαίτερα καλλιεργημένος. Κανείς τους δε φαινόταν να έχει διάθεση να ξεκινήσει να μιλά και γι’ αυτό εγώ, για να σπάσω τον πάγο, τους πρότεινα να πιουν ένα λικέρ, που με συγκατάβαση δέχτηκαν. Η λαίδη μετά από λίγο ξεκίνησε να μιλάει.

«Μεσιέ Πουαρό, πριν από 4-5 μέρες μου κλέψαν ένα βαλιτσάκι με πολύτιμα διαμάντια, σμαράγδια και το διάσημο μεσαιωνικό μενταγιόν της Ελισάβετ, της κόμισσας του Χέρεφορντ, του βασιλικού οίκου των Πλανταγενετών.»

«Κι αν επιτρέπετε, λαίδη, γιατί δεν απευθυνθήκατε στην ικανότατη αγγλική αστυνομία;», ρώτησε ο Πουαρό με το γνωστό του μειδίαμα να έχει διαγραφεί κάτω απ’ το λεπτό του μουστάκι.

«Φοβάμαι, μεσιέ, ότι πρέπει να σας περιγράψω τους λόγους που δε μου επιτρέπουν να δημοσιοποιήσω την κλοπή. Ο συγχωρημένος σύζυγός μου, μες στη λύπη για την αρρώστια του, έπεσε στα τελευταία του στη χαρτοπαιξία κι έχασε αμύθητα ποσά. Δανείστηκε μάλιστα πολλά χρήματα απ’ τις τράπεζες του Έξετερ και του Πλίμουθ, αλλά κι από ιδιώτες του υπόκοσμου, που τελικά δεν πρόλαβε να ξεπληρώσει. Το μόνο που δεν ξεπούλησε για να το παίξει στα χαρτιά είναι τα κοσμήματά μου, αλλά κι αυτά, δυστυχώς, οι τράπεζες και κάποιοι απ’ τους τοκογλύφους του Πλίμουθ, που στα καταγώγιά του σύχναζε ο άντρας μου, θέλουνε να μου τ’ αρπάξουν. Φυσικά, δεν ξέρουν ακριβώς ποια είναι η ποσότητα και η αξία των κοσμημάτων μου, αλλά ελπίζουν, πως αν τα κατασχέσουν, κάπως θα μειώσουν το εύρος των ανεξόφλητων δανείων του άντρα μου. Εμείς, για να τα σώσουμε αποφασίσαμε ν’ αφήσουμε την έπαυλή μας στο Τόρμπει – που η κατάσχεσή της μας είχε ήδη δικαστικά ανακοινωθεί – και να κινηθούμε προς το Μπρίστολ, που πιστεύουμε ότι η κομητεία του θα μας προστατεύσει, καθώς ο γιος μου είναι καθηγητής στο διάσημο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της πόλης και φυσικά θα έχουμε κι ένα σπίτι για να κατοικήσουμε. Μες στο τρένο που φεύγαμε έγινε η κλοπή.»

Θυμήθηκα που ο Πουαρό μου ανέθεσε την υπόθεση κι άρχισα να κάνω ερωτήσεις στη λαίδη. Ο καθηγητής Γουίλιαμ ως τώρα φαινόταν σκεπτικός κι ίσως έδειχνε κάποια αντίρρηση στη δημοσιοποίηση της υπόθεσης.

«Αξιότιμη λαίδη θα μου επιτρέψετε κάποιες ερωτήσεις. Πώς κλάπηκε το βαλιτσάκι με τα κοσμήματα; Το είχατε φυσικά μαζί σας στο κουπέ του τρένου. Μπήκε κάποιος και σας το πήρε;», ρώτησα.

«Κοιτάξτε», απάντησε η λαίδη, «στο κουπέ του τρένου ήμασταν εμείς οι τρεις, δηλαδή εγώ, ο γιος μου και η αρραβωνιαστικιά του, η Βάλερι.»

«Και πώς κλάπηκε λοιπόν το βαλιτσάκι μέσα απ’ το κουπέ;», ξαναρώτησα εγώ.

Η λαίδη πήρε μια βαθιά ανάσα κι αποφασισμένη ξεκίνησε μια μακροσκελή περιγραφή των γεγονότων:

«Αυτό που θα σας περιγράψω θα σας φανεί περίεργο. Το βραδινό τρένο που πήραμε, ξεκίνησε απ’ το Έξετερ. Ήμασταν οι τρεις μας μόνοι στο κουπέ και στην πρώτη στάση, στο Τόουντον, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας κύριος. Μόλις μας είδε έμεινε άναυδος κι αμίλητος μας κοιτούσε έναν έναν». Αφού έμεινε για δύο ολόκληρα λεπτά όρθιος, κοιτώντας μας, κάθισε κάτωχρος δίπλα μου, απέναντι απ’ το νεαρό ζευγάρι. Η περίεργη όψη του κι ο φόβος που τον έλουσε μόλις μας είδε, μ’ έκανε μετά από λίγο να τον ρωτήσω:

- Αν επιτρέπετε κύριε, γιατί μας κοιτάξατε μ’ αυτό το φοβισμένο και μυστήριο ύφος, μόλις μπήκατε στο κουπέ;

- Δε θα με πιστέψετε, κυρία, αλλά συνέβη κάτι μεταφυσικά περίεργο. Είναι πολλά βράδια τον τελευταίο μήνα που βλέπω συνέχεια το ίδιο όνειρο. Μπαίνω στο κουπέ ενός τρένου και συναντώ εσάς τους τρεις.

Έπειτα έμεινε αμίλητος κι ο γιος μου του είπε:

- Νομίζω κύριε, ότι η σύγχρονη ψυχολογία έχει αποδείξει ότι πολλές φορές νομίζουμε ότι κάτι που ζούμε το έχουμε ξαναζήσει ή ότι είδαμε κάποιο όνειρο που πρόβλεψε το μέλλον, αλλά όλα αυτά είναι απάτες του μυαλού μας. Τα όνειρα μπορούν μόνο να αναπαράγουν και να παραλλάσσουν το παρελθόν μας, αλλά δεν μπορούν να πουν οτιδήποτε για το μέλλον μας.

- Θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας, είπε ο κύριος. Κι εγώ είμαι άνθρωπος των θετικών επιστημών και σίγουρα δεν πιστεύω σε τέτοιες μεταφυσικές εξηγήσεις των γεγονότων. Όμως, επιτρέψτε μου να συνεχίσω να είμαι μπερδεμένος μ’ όλ’ αυτά, αφού κι ο φόβος μου συνεχίζει ανεξήγητα να με διατρέχει.

- Πείτε μας κύριε, είπε η Βάλερι, έναν λόγο για να σας πιστέψουμε, γιατί αυτά που μας λέτε είναι εντελώς απίθανα. Τι άλλο βλέπετε να συμβαίνει στα όνειρά σας;

- Δεν θέλω να σας πείσω, άλλωστε κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τι να πιστέψω, είπε ο άγνωστος. Αυτό που θυμάμαι στη συνέχεια του ονείρου είναι ότι μπαίνει στο κουπέ ο ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ κι ο κύριος από δω, κι έδειξε τον Γουίλιαμ, συζήτησε μαζί του για πολλή ώρα για την ποίηση και τον ρομαντισμό του Σέλλεϋ και του Μπάιρον.

Η Βάλερι κοίταξε απορημένη τον αρραβωνιαστικό της, που προβληματισμένος σκεφτόταν πώς ο άγνωστος ήξερε τη φιλολογική του ειδίκευση. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του κουπέ κι ένας νεαρός μπήκε και κάθισε δίπλα στον άγνωστο, που μόλις τον είδε φάνηκε έτοιμος να καταρρεύσει. Ο νεαρός που μπήκε στο κουπέ ήταν εκτυφλωτικά όμορφος, με σώμα γυμνασμένο και κοντοκουρεμένο μαλλί. Όλοι μας μείναμε εκστασιασμένοι με τα βλέμματα καρφωμένα πάνω του, γιατί αμέσως θυμηθήκαμε τη ρήση του ποιητή Γέιτς ότι «ο Ρούπερτ Τσόνερ Μπρουκ, πέρα από σπουδαίος ποιητής, είναι ο ομορφότερος νεαρός άνδρας της Αγγλίας.» Ο πανέμορφος νεαρός, αφού μας χαιρέτισε ευγενικά, έβγαλε αμέσως ένα τετράδιο και μ’ ένα μικρό μολυβάκι άρχισε να γράφει.

Ο Γουίλιαμ τον διέκοψε και του είπε μ’ αδημονία:

- Είμαι ο καθηγητής φιλολογίας Κρόουπ, του πανεπιστημίου του Μπρίστολ. Αν επιτρέπετε, ποιο είναι τ’ όνομά σας;

- Λέγομαι Μπρουκ, είπε αυτός.

- Ο γνωστός ποιητής, ρώτησε μ’ αγωνία η λαίδη.

- Πιστέψτε με, είπε εκείνος, αληθινοί και μεγάλοι ποιητές είναι ο Σέλλεϋ, ο Μπάιρον, ο Γέιτς, ο Μπλέικ και φυσικά ο Έλιοτ. Εγώ είμαι ένας παίκτης του ράγκμπι, που προσπάθησα να τελειώσω τη φιλολογία στο Κέμπριτζ, αλλά τελικά την παράτησα και έκτοτε περιφέρομαι σε διάφορα μέρη της γης, γράφοντας τα ρομαντικά μου ποιήματα για τους ανθρώπους και τις αγωνίες τους.

- Ναι, είπε ο καθηγητής, απ’ ό,τι έχω διαβάσει είστε μέλος και της σοσιαλιστικής “Φαβιανής Εταιρείας” και της καλλιτεχνικής “Ομάδας του Μπλούσμπερι”. Είχα ακούσει ότι το τελευταίο σας ταξίδι ήταν στην Πολυνησία.

- Αλήθεια είναι, είπε ο ποιητής, αλλά αληθινή μου λογοτεχνική συντροφιά, είναι οι “Γεωργιανοί ποιητές”. Μετά τις περιπλανήσεις μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Πολυνησία, έχω καταταγεί στο Πολεμικό μας Ναυτικό και περιμένω μετά το τέλος του πολέμου, να έρθει η ώρα να γυρίσω οριστικά στο χωριό μου, το Γκράντσεστερ.

- Το οποίο μάθαμε όλοι στην Αγγλία, αφού το υμνήσατε στο ποίημά σας “The Old Vicarage, Grantchester”. Δεν ήξερα ότι καταταγήκατε στο Ναυτικό, είπε ο καθηγητής.

- Ναι, έχω ήδη μερικούς μήνες που υπηρετώ στη Μεσόγειο και τώρα βρίσκομαι πίσω με μια δίμηνη άδεια, για την έκδοση του καινούριου μου βιβλίου, είπε ο Μπρουκ.

- Βέβαια, τώρα θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει πως θα εκδώσετε μια συλλογή με “Πολεμικά ποιήματα”, με τίτλο “1914”, είπε ο γιος μου.

Και η λαίδη συνέχισε τη διήγησή της:

Ο ποιητής κι ο γιος μου συνέχισαν να συζητούν για αρκετή ώρα γι’ αυτή την έκδοση και τις επιρροές του ποιητή απ’ τον Σέλλεϋ και τον Μπάιρον, που ως γνωστόν είχαν πεθάνει τραγικά, τόσο νέοι. Η αλήθεια είναι ότι εγώ το μόνο που ήξερα για τον ποιητή Μπρουκ, ήταν η περιβόητη ομορφιά του και τώρα που τον πρωτοέβλεπα, δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω ότι δίκαια είχε βγει αυτή η φήμη. Κάποια στιγμή ο καθηγητής πρότεινε στον Μπρουκ:

- Θα μπορούσατε να μας διαβάσετε απ’ το τετράδιό σας ένα ποίημα;

- Με φέρνετε σε δύσκολη θέση, είπε ο ποιητής, αλλά αμέσως γύρισε 2-3 σελίδες στο τετράδιό του κι είπε: Είναι απλά ένα σχέδιο αυτό που θα σας διαβάσω.

Ασφάλεια κι ειρήνη

Αγαπημένοι! Απ’ όλους πιο ευτυχής, πιο ευλογημένος

είν’ αυτός που βρήκε έν’ ασφαλές κι ήσυχο κρησφύγετο,

προφυλαγμένο απ’ τις σκοτεινές παλίρροιες του κόσμου.

Κι έπειτα, από δίπλα του, άκουσε τα δικά μας λόγια:

«Ποιος είναι τόσο ασφαλής σαν εμάς;

Βρήκαμε την ασφάλεια σ’ όλα τ’ αθάνατα πράγματα,

στους ανέμους το πρωί και στα σύννεφα που ταξιδεύουν,

στα δάκρυα των ανδρών και στη χαρά που τ’ ακολουθεί,

στη βαθειά νύχτα και στα πουλιά που τραγουδούν,

στον ύπνο, στην ελευθερία και στη φθινοπωρινή γη.

Χτίσαμε ένα σπίτι άθιχτο απ’ τη φθορά του χρόνου.

Κερδίσαμε παντοτινά μια ειρήνη ακλόνητη απ’ τον πόνο.

Ο πόλεμος δεν έχει πια δύναμη. Το διάβα μας θα ’ναι σίγουρο,

μυστικά οπλισμένο ενάντια σ’ όλες τις προσπάθειες του θανάτου.

Ω! εμείς, που γνωρίσαμε τη ντροπή, βρήκαμε πια τη λευτεριά

εκεί που δεν υπάρχει άρρωστος, ούτε θλίψη,

εκεί που και να φθαρεί αυτό το σώμα, μένει η ανάσα,

εκεί που δεν υπάρχει τίποτα ικανό να ταράξει

τη μακριά ειρήνη της γελαστής μας καρδιάς,

εκεί που κι αυτή η αγωνία έχει τελειώσει

κι ο χειρότερος φίλος και εχθρός μας

είναι κάθε άλλο, παρά ο θάνατος.

Κι η λαίδη μετά την ανάγνωση του ποιήματος από ένα σχισμένο χαρτί, συνέχισε τη διήγησή της:

Μόλις ο Μπρουκ τέλειωσε την ανάγνωση έσκισε το χαρτί και μου το έδωσε, λέγοντας ότι μου το χαρίζει ως ενθύμιο. Στο πίσω μέρος του χαρτιού υπήρχε ένα τρίστιχο από το ποίημά του “The soldier”:

If I should die, think only this of me:

That there’s some corner in a foreign field

That is forever Enlgand…

Κι αν πρέπει να πεθάνω, μόνο αυτό σκέψου για μένα:

Πως υπάρχει κάποια γωνιά σε μια ξένη γη

που είναι Αγγλία για πάντα…

Ξαφνικά μας διέκοψε ο άγνωστος που είχε πρωτομπεί στο κουπέ μας.

- Με συγχωρείτε που πρέπει επειγόντως να σας διακόψω, αλλά τώρα πια έχω πειστεί για τη μεταφυσική ορθότητα των ονείρων μου και οφείλω να σας πω τι γίνεται παρακάτω στα όνειρά μου και γιατί ο δικός μου φόβος, που σας έλεγα πιο πριν, σε λίγο πρόκειται να κυριέψει κι εσάς. Σε κάποια όνειρά μου βλέπω στον επόμενο σταθμό, στο Μπριτζγουότερ, που είναι ο τελευταίος σταθμός πριν το Μπρίστολ κι είναι στη δικαιοδοσία της αστυνομίας του Έξετερ, ν’ ανεβαίνουν αστυνομικοί και να σας κατάσχουν όλες τις βαλίτσες. Σε κάποιο άλλο όνειρό μου όμως, είχα δει κάτι ακόμα πιο τρομακτικό· να κατεβαίνετε στο Μπρίστολ κι εκεί να γίνεται μια επίθεση από κακοποιούς που σας σκοτώνουν για να σας ληστέψουν.»

Ο ποιητής γελούσε που άκουγε τα λόγια του αγνώστου, αλλά τον λόγο πήρε αμέσως ο Γουίλιαμ κι είπε ότι πρέπει άμεσα να κάνουν κάτι. Είχαμε φτάσει στο σταθμό του Μπριτζγουότερ κι από το παράθυρο είδαμε 5-6 αστυνομικούς να ετοιμάζονται ν’ ανέβουν στο τρένο.

Αμέσως ο γιος μου γύρισε προς τον ποιητή και του είπε:

- Σας παρακαλώ αγαπητέ μου να μας βοηθήσετε. Σίγουρα δεν θα πιστέψατε αυτά που είπε από δω ο κύριος, αλλά εγώ που άκουσα όλη την ιστορία του από την αρχή, είμαι πεπεισμένος ότι τα όνειρά του περιγράφουν την αλήθεια. Θα σας δώσουμε ένα βαλιτσάκι να μας το φυλάξετε και θα μου το παραδώσετε στο Μπρίστολ, όταν σας ειδοποιήσω. Εκεί, σπουδαίε ποιητή της πατρίδας, για να σας ευχαριστήσω, θα σας ζητήσω να αφήσετε την ταπεινοσύνη που βλέπω ότι σας διακρίνει και να έρθετε στο πανεπιστήμιο για να διδάξετε την ποίησή σας κι έπειτα εμείς θ α σας τιμήσουμε, όπως σας αρμόζει. Έβγαλε το κρυμμένο βαλιτσάκι και του το έδωσε. Πηγαίνετε τώρα αμέσως, σας παρακαλώ, σ’ ένα άλλο κουπέ. Εμείς θα παραδοθούμε στην αστυνομία, η οποία αφού μας ψάξει και δει ότι δεν έχουμε μαζί μας χρήματα ή κοσμήματα θα μας αφήσει ελεύθερους. Έπειτα, θα πάμε με άμαξα στο Μπρίστολ για να αποφύγουμε τους ληστές που μας περιμένουν στον σταθμό.»

Είχε περάσει μια ολόκληρη ώρα με τη διήγηση της λαίδης. Αμέσως ρώτησα:

«Και το βαλιτσάκι δε σας το έφερε ο ποιητής;»

«Όχι, δεν μπορέσαμε να μάθουμε κανένα νέο του. Δεν ξέρουμε πού βρίσκεται. Σ’ αυτό θέλουμε να μας βοηθήσετε», απάντησε η λαίδη.

Τον λόγο πήρε πρώτη φορά ο Πουαρό και ρώτησε:

«Συγγνώμη, ανέβηκε πράγματι η αστυνομία στον σταθμό του Μπριτζγουότερ να σας συλλάβει;»

«Ναι, ανέβηκαν, μας ζήτησαν να κατεβούμε στον σταθμό κι αφού δε βρήκαν τίποτα πολύτιμο πάνω μας και στις βαλίτσες, μας άφησαν ελεύθερους», είπε η λαίδη.

«Συγγνώμη, κάτι άλλο. Πού βρίσκεται η Βάλερι; Γιατί δεν ήρθε μαζί σας να την ρωτήσω κάποια πράγματα;», ρώτησε ο Πουαρό.

«Η Βάλερι κι εγώ χωρίσαμε εδώ και λίγες μέρες», είπε ο νεαρός καθηγητής. «Δεν ήθελε να μείνει μαζί μας στο Μπρίστολ. Είπε ότι θα επιστρέψει στο Λονδίνο, που έμενε παλιότερα.»

«Ξέρετε τι δουλειά έκανε στο Λονδίνο πριν τον αρραβώνα σας;», ρώτησε ο Πουαρό.

«Δούλευε ως ηθοποιός και μοντέλο», είπε απαξιωτικά η λαίδη. «Δεν ήταν κατάλληλη για τον γιο μου κι ευτυχώς μας άδειασε τη γωνιά.»

«Σε παρακαλώ, μητέρα», τη διέκοψε ο Γουίλιαμ.

Όλοι μείναμε σιωπηλοί κι αμήχανοι, μέχρι που ο Πουαρό είπε:

«Δεν ξέρω πώς και τι θα καταφέρετε, χωρίς τη συνδρομή της αστυνομίας, αφού, όπως καταλαβαίνω, δεν μπορείτε να ζητήσετε τη βοήθειά της. Τα κοσμήματά σας, πιστεύω, θα έχουν ήδη πουληθεί. Στο Λονδίνο υπάρχουν πολλοί κλεπταποδόχοι ικανοί να μεταπωλήσουν τέτοια κοσμήματα σε διάφορους ευγενείς συλλέκτες της Αγγλίας. Όμως, να ψάξετε τη Βάλερι, γιατί αυτή θα έχει σίγουρα επαφή με τους συνεργάτες της, τον ψευτοποιητή, που πιστεύω πως είναι κάποιο μοντέλο που τον γνώριζε απ’ την παλιά της εργασία και τον ηθοποιό που σας εξαπάτησε με τα όνειρά του. Οι τρεις τους συνεργάστηκαν και κατάφεραν να σας κλέψουν τα κοσμήματα. Στο σταθμό του Τόουντον, ο άγνωστος που έλεγε τα όνειρα, πριν ανεβεί στο τρένο, κατήγγειλε στην αστυνομία τη φυγή σας κι η αστυνομία ανέβηκε στο τρένο, για να σας συλλάβει.»

«Μα πώς είσαι σίγουρος ότι ο νεαρός δεν ήταν πράγματι ο ποιητής Μπρουκ;» ρώτησα τον Πουαρό.

«Αγαπητέ Χέιστινγκς, πριν λίγο διάβασα στην εφημερίδα ότι δυστυχώς ο ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ πέθανε πριν τέσσερις μέρες, στις 23 Απριλίου, σ’ ένα γαλλικό πλωτό νοσοκομείο, που ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο “Τρεις Μπούκες” της Σκύρου, στην Ελλάδα. Δεν πρόλαβε να πάρει μέρος στην απόβαση της Καλλίπολης, γιατί έπαθε σηψαιμία από τσίμπημα μολυσμένου κουνουπιού. Τάφηκε στη Σκύρο, στον ίσκιο μιας ελιάς, στα νοτιοδυτικά του νησιού, ακριβώς λίγες βδομάδες μετά την κυκλοφορία της ποιητικής του συλλογής με τίτλο “1914” και την ίδια περίπου μέρα που κάποιος απατεώνας, εξίσου όμορφος με τον ποιητή, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα βορειότερα, δανείστηκε τ’ όνομά του και δύο από τα “Πολεμικά ποιήματά” του – την “Ασφάλεια” και την “Ειρήνη” – που τα ένωσε σ’ ένα ποίημα, το οποίο διάβασε κι έπειτα χάρισε στα θύματά του.»


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ακούμε και διαβάζουμε Μπέρτολντ Μπρεχτ για τη 13η συνάντηση μας

Διαβάζουμε, ακούμε, βλέπουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για τη 17η συνάντηση

Γνωρίζουμε τον Λευκάδιο Χερν για τη 14η συνάντηση μας